Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Όταν όλες σου οι αισθήσεις είναι εναντίον σου.

14/01
http://www.youtube.com/watch?v=aGSKrC7dGcY

Είσαι εσύ, ξαπλωμένη σε μία καρέκλα και τα πάντα γύρω σου να βουίζουν. Οι διπλανοί σου σου ψιθυρίζουν ασυνάρτητα πράγματα, προσποιείσαι ότι ακούς μα στην ουσία δεν προσέχεις. Ξαφνικά, βρίσκεις μια αφορμή για να γελάσεις. Βρίσκεις επιτέλους τον τρόπο να ξεσπάσεις. Ξεσπάς σε ένα γέλιο δυνατό, στριγκό, δίχως αρχή και δίχως τέλος. Γελάς με τους άλλους, με τον εαυτό σου, με την κατάσταση, με τα γεγονότα. Προσπαθείς να περπατήσεις, αλλά τα πόδια σου δεν σε υπακούν. Δεν πειράζει, τώρα θα μείνεις για πάντα εδώ, αιώνια εδώ, βυθισμένη στο γλυκό λήθαργο. Εδώ δεν υπάρχει πόνος, μόνο λήθη. Η ακοή σου είναι οξυμένη, ακούς αλλά δεν βλέπεις, δεν μιλάς. Ξεχωρίζεις μόνο το περίγραμμα των άλλων. Έτσι δεν πρέπει άλλωστε; Ο λαιμός σου σε καίει, με κάθε γουλιά όλο και περισσότερο. Κοιτάζεις τον ουρανό. Μα που πήγαν όλα τα αστέρια; Κάποιος σε σκουντάει. Τον αγνοείς. Νιώθεις πολλά ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω σου. Στο πρόσωπο σου σχηματίζεται ένα ειρωνικό, αδιόρατο χαμόγελο. Ρίχνεις το κεφάλι πίσω και τους ανταποδίδεις το βλέμμα. Άδειο, κενό, χωρίς συναισθήματα, χωρίς λογική. Τα πάντα γύρω σου γυρίζουν και εσύ γελάς...

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Βουτιά από ψηλά.

http://www.youtube.com/watch?v=VMAzKav7b4A

Φτάνω στην κορυφή του μεγάλου φάρου. Παγερός άνεμος, και κρύες σταγόνες βροχής μαστιγώνουν το πρόσωπό μου. Το τσουχτερό κρύο προκαλεί στα μέλη μου μεγάλο πόνο, αλλά δεν με νοιάζει, γιατί με κάνει να νιώθω ζωντανή, πιο ζωντανή από ποτέ. Οτιδήποτε με κάνει να αισθάνομαι, ακόμα και η αίσθηση του πόνου, με κάνει να νιώθω ζωντανή. Χαζεύω λίγο το μουντό τοπίο γύρω μου. Ύστερα προχωρώ και φτάνω στα κάγκελα. Τα ψηλαφίζω νωχελικά, συνάμα νευρικά. Στρέφω το βλέμμα μου κάτω, χαμηλά και αντικρίζω Την Άβυσσο. Στον ουρανό, πλανιέται Χάος. Κοιτάζω πάλι τα σκουριασμένα κάγκελα με κουρασμένο βλέμμα. Τότε με μια σβέλτη, αλλά επιτηδευμένη κίνηση σκαρφαλώνω και ισορροπώ στην μικρή τους επιφάνεια. Υψώνω τα χέρια μου αρμονικά προς τα πάνω σαν μια τελευταία απελπισμένη έκκληση σε ένα θεό που δεν υπάρχει, "Σώσε με". Κανένας δεν είναι εκεί. Με ξέχασε άραγε; Ύστερα, αφήνω το σώμα μου να παρασυρθεί. Πέφτω...είμαι ελεύθερη, επιτέλους ελεύθερη! Ξαφνικά ζαρώνω. Δε φοβάμαι το θάνατο, ούτε και ότι υπάρχει μετά απ'αυτόν. Φοβάμαι για αυτούς που θα αφήσω πίσω μου.
Τινάζομαι στο κρεβάτι μου. ΞΥΠΝΗΣΑ.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Came undone

http://www.youtube.com/watch?v=rvf1DMDTosk

Δεκέμβριος '10

Βρισκόμουν μέσα σε μια επικίνδυνη αγκαλιά.  Ξαφνικά δύο δυνατά χέρια με έπιασαν και με τράνταξαν τόσο δυνατά, που ένιωσα κάτι μέσα μου να σπάει. Ένιωσα μια καυτή ανάσα στο λαιμό μου. Ψίθυροι στο αυτί μου. Προσπάθησα να τραβηχτώ, δεν το άντεχα. Στην αρχή νόμιζα ότι τα μέλη μου είχαν παραλύσει, αλλά με κρατούσε τόσο σφιχτά, που δεν με άφηνε να φύγω. Ρίγη διαπέρασαν το κορμί μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Άφησα τις άλλες μου αισθήσεις να με καθοδηγήσουν....αυτό το μεθυστικό άρωμα...επιδρούσε σαν το πιο σκληρό ναρκωτικό στον οργανισμό μου. Νύχια χάραξαν το δέρμα μου..Άκουγα τους χτύπους της καρδιάς του. Μιας καρδιάς αδάμαστης. Μόνο ενα τελευταίο φιλί σκέφτηκα....μετά "Φεύγω".

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Χαμένη Αξιοπρέπεια.

" Ο στοχασμός έχει χάσει όλη την εξωτερική του αξιοπρέπεια. Έχουν γελοιοποιήσει το τελετουργικό και την επίσημη στάση εκείνου που στοχάζεται, δεν μπορούμε πια να υποφέρουμε ένα φιλόσοφο της παλιάς σχολής. Τώρα σκεφτόμαστε πολύ γρήγορα, στην πορεία, την ώρα που περπατούμε, μέσα σε κάθε λογής υποθέσεις, ακόμα και όταν σκεφτόμαστε τα πιο σοβαρά πράγματα...δεν χρειαζόμαστε πολλή προετοιμασία, ούτε πολλή σιωπή: όλα γίνονται σαν να έχουμε στο κεφάλι μας μια μηχανή που να γυρίζει αδιάκοπα και που συνεχίζει τη δουλειά της, ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες. Άλλοτε, όταν κάποιος ήθελε να αρχίσει να σκέφτεται, ήτανε κάτι το εξαιρετικό! - Το καταλάβαινες αμέσως...παρατηρούσες πως ήθελε να γίνει σοφότερος και προετοιμαζόταν για μιαν ιδέα: το πρόσωπό του συγκεντρωνότανε... ο άνθρωπος σταματούσε την πορεία του...και μάλιστα, έμενε ακίνητος ώρες ολάκερες καταμεσής του δρόμου, στο ένα του πόδι, ή και στα δύο, σαν "να του ερχότανε η ιδέα". Τότε, το πράγμα άξιζε αυτόν τον κόπο. "

Νίτσε.